- ρομβωτός
- -ή, -ό / ῥομβωτός, -ή, -όν, ΝΑ [ῥομβῶ (ΙΙ)]νεοελλ.χωρισμένος σε ρομβοειδή σχήματααρχ.κατασκευασμένος σε σχήμα ρόμβου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρομβωτός — ή, ό ο χωρισμένος σε ρόμβους, μπακλαβαδωτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥομβωτόν — ῥομβωτός made in the shape of a rhombus masc acc sg ῥομβωτός made in the shape of a rhombus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομβωτήν — ῥομβωτός made in the shape of a rhombus fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥομβωτῷ — ῥομβωτός made in the shape of a rhombus masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)